στιππόϊνος

στιππόϊνος
στιππόϊνος, η, ον,= στιππύϊνος, PLond.3.928.2 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στιππόϊνος — οΐνη, ον, Α βλ. στύποινος …   Dictionary of Greek

  • στύπινος — η, ο / στύπ(π)ινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και στούπ(π)ινος, ίνη, ον, Μ, και στυππέϊνος και στιπ(π)ύϊνος και στυππόϊνος και στιππόϊνος και στιπύϊνος Α κατασκευασμένος από στουπί αρχ. μτφ. όμοιος με στουπί, αδύνατος, ασθενής («γέρων στύππινος», Κωμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”